- μπουγάδιασμα
- το стирка со щёлоком
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπουγάδιασμα — το [μπουγαδιάζω] το πλύσιμο ρούχων, η μπουγάδα … Dictionary of Greek
αλισίβιασμα — το [αλισιβιάζω] πλύσιμο με αλισίβα, μπουγάδιασμα … Dictionary of Greek